Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η Θύελλα - Γιάννης Αστερής






Απομάκρυνε το βλέμμα σου, είπα μέσα μου και ευθύς απομάκρυνα το βλέμμα μου από τις μάλλον εκατοντάδες σελίδες των σημειώσεων ανάμεσα στα μάλλον δεκάδες βιβλία που απλώνονταν, εκτείνονταν, που εκτείνονταν πάνω στο γραφείο μου και γύρω απ' το γραφείο μου στο πάτωμα, τώρα προς το παράθυρο, ναι, στρέφοντας το βλέμμα σου από την ας πούμε πνευματικότητα στην ας πούμε φυσικότητα περιγράφεις την εικόνα, είπα μέσα μου και στρέφοντας το βλέμμα μου από την πνευματικότητα στο παράθυρο έσπευσα να τραβήξω τη βαριά σκούρα κουρτίνα, αγαπημένη μου, την αγαπημένη μου βαριά σκούρα κουρτίνα που είχα μετά από πολύμηνη αναζήτηση επιτέλους εντοπίσει και αμέσως αγοράσει, εντέλει κυριολεκτικά αρπάξει, σκεφτόμενος αυτήν ακριβώς την ώρα που τα μάτια θαμπώνονται, τα μάτια πάντοτε αυτή τη δύσκολη ώρα χρειάζονται την προστασία της κουρτίνας από τον καυτό πρωινό ήλιο που στέλνει κακεντρεχώς το καυτό πρωινό φως παντού μες στο δωμάτιο εκμεταλευόμενος μέχρι κεραίας τα μικρά κενά στις δυο πλευρές του κλειστού και κλειδωμένου παντζουριού, πάντοτε την ώρα αυτή, το θέμα θα λυνόταν αν η κουρτίνα έμενε απλωμένη όλη τη νύχτα, ολονυχτία της κουρτίνας για ν' αστειευτώ, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, δημιουργεί μια φρικτής, ναι, συντριπτικής δύναμης κλειστοφοβία και στο τέλος τέλος δεν υπάρχει κάποιος λόγος για την ολονυχτία της κουρτίνας, ας έχτιζα το παράθυρο.

Είναι και το εκτυφλωτικό φως, ειδικά νωρίς το πρωί μετά το πλέον βαθύ σκοτάδι, λίγο πριν την ανατολή, μια μορφή θύελλας, ας μην κρυβόμαστε άλλο πια· μια θύελλα είναι, απλώς αθόρυβη σε σχέση με την αντίστοιχη υδάτινη, σιωπηλή και για αυτό ίσως κάποιες στιγμές πιο τρομακτική, καθώς βοηθά θαρρείς το κενό να αναδυθεί, δημιουργεί την αντίστιξη ανάμεσα στα ωδικά πτηνά και την επαναφορά στην ύπαρξη μετά τη θανάσιμη εμπειρία του ύπνου. Το σκοτάδι, βλέπετε, παρά τα μύρια όσα που του καταλογίζουν, διακρίνεται για τη συνενοχή του, τη, δίχως ανταλλάγματα, προθυμία του να κρύψει μυστικά και ατέλειες, με μέσα δικά του και δίχως την ανάγκη του όγκου, σε μια κατάσταση μόνιμη και όχι μεταβλητή και αβέβαιη όπως είναι εκείνη της σκιάς.

Η ανοχή του Άλλου στις προσωπικές μας εμμονές, αρχικώς προσφέρεται απλόχερα -η λάμψη της καινούριας αρχής-, αργότερα είναι που δυσκολεύουν τα πράγματα, τα αιτήματα για αλλαγή πυκνώνουν, απαιτήσεις εμφανίζονται, το έξω προσδιορίζει το μέσα, πρόοδος και εξέλιξη, τι όμορφες λέξεις οι γαμημένες, και τελικώς, όταν Εκείνος αναπόφευκτα αποχωρήσει, η εμμονή αποτελεί το πρώτο καταφύγιο, το πλέον ασφαλές, και εγγυάται την αποκοπή από το χτες που φλερτάρει εντόνως με το σήμερα παρά τα ερείπια που μεσολαβούν πια, με την ελπίδα πως δεν απόλεσες τη σύνδεση με εκείνη τη μεριά του εαυτού σου, οριστικά και αμετάκλητα, πως οι τροποποιήσεις υπήρξαν προσωρινές και αναστρέψιμες, αν και, τελικώς, άσκοπες.

Όμως, η εμμονή, η κάθε μία -και δεν υπάρχουν σύνθετες και απλές- διακρίνεται για την αναβλητικότητα με την οποία προικίζει το υποκείμενο, με πλείστα ονόματα: τελειότητα, αδυναμία, συγκέντρωση, συνθήκες κτλ κτλ κτλ, και κάπως έτσι το υποκείμενο ικανοποιείται με την εγγύτητα του τέλους, αδυνατώντας, ή καλύτερα πιστεύοντας πως αδυνατεί, να πραγματοποιήσει το τελευταίο βήμα, βήμα εξόδου από το τακτοποιημένο χάος, δημιουργός του οποίου υπήρξε ο ίδιος, στη μέση της δίνης, με τα βιβλία και τις σελίδες να πυκνώνουν τριγύρω, και την ακαταστασία να μην αποτελεί μέρος του λεξιλογίου, παρά εξωτερικό και μάλλον βλακώδη χαρακτηρισμό, χιλιεσοχτακοσιεςπενηνταεφτά σελίδες τελειώνουν με μία και μόνη φράση ως επίλογο. Μετά την εμμονή τι;

Η εμμονή και η νεύρωση, λάφυρο, ανάμεσα σε άλλα, η ημικρανία, το σώμα που επαναστατεί στην ξεχωριστή δικτατορία του πνεύματος, ακούγεται κάπως αυτή η επανάσταση, το ξέρω αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί, αν όχι έτσι, η ημικρανία;, επισκέπτρια άτακτη, εκτός συνθηκών εξωτερικών, ένας νευρώνας, ή δύο, που δίνει το ερέθισμα του πόνου, περιγελά την παρακεταμόλη στο ράφι πρώτων βοηθειών, απαιτεί το κλείσιμο των ματιών, απομακρύνει το όνειρο της δράσης, επιβάλλοντας απραξία.

Η επιτήδευση του λόγου, συνεπικουρούμενη από το πολυτονικό, φέρει μια ιδιότυπη αίσθηση φάρσας, ένα χιούμορ πικρό, μια επικριτική στάση απέναντι στο εγώ. Λέξεις διαλεγμένες μία μία, ανάμεσά τους παρεμβάλλονται λίγες μετρημένες, φαινομενικά αταίριαστες, όπως: κλάψα, σώβρακο, παντζούρι, κιτρινιασμένα· ξεπετάγματα από τη δίνη, στιγμιαία αποκοπή. Το ξεδίπλωμα του παραληρήματος, κλαδιά που φυτρώνουν σε κόμπους σκέψης, πριν μαραθούν ή θεριέψουν προλαβαίνουν να δώσουν καρπό και να εξελίξουν τον εσωτερικό διάλογο. Ανάγνωση που φέρει συμπτώματα ιλίγγου, οι λέξεις υποχωρούν προς τα κάτω, το αίσθημα του κενού και η ηδονή που γεννιέται απ' αυτό.
   



Εκδόσεις Ίνδικτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου