Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Τα μυστικά όπλα - Julio Cortázar






Καθισμένος στην καρέκλα, απέναντι απ' την οθόνη με το  λευκό ορθογώνιο πλαίσιο και τον μαύρο κέρσορα ν' αναβοσβήνει, σκέφτομαι πώς να ξεκινήσω την ανάρτηση γι' αυτή τη συλλογή διηγημάτων του Χούλιο Κορτάσαρ, που, αφού παρουσιαζόταν για χρόνια ως εξαντλημένη, επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Απόπειρα σε μετάφραση Τάσου Δενέγρη. Ένας τρόπος θα ήταν να σταθώ ακριβώς σε αυτό το σημείο της επανακυκλοφορίας, ν' αναφερθώ κάπως κλισέ στη χαρά για το γεγονός αυτό, να ευχηθώ να συμβεί κάτι αντίστοιχο και με άλλα έργα και σιγά σιγά να περάσω στην έκδοση αυτή καθαυτήν. Η προσέγγιση αυτή όμως δεν με ικανοποιεί.

Ας δοκιμάσω αλλιώς.

Έχω έναν φίλο, ας τον πούμε Λευτέρη για χάρη της αφήγησης, ο οποίος κάποιο βράδυ, σε άλλη μία ανούσια σκοπιά, σκέφτηκε πως η φυσική ροπή του ανθρώπου μεγαλώνοντας είναι η συντηριτικοποίηση. Έτσι, συνέχισε ο Λευτέρης, αποφάσισα να γίνω όσο πιο ακραίος μπορώ σήμερα ούτως ώστε μεγαλώνοντας, και αδυνατώντας ν' αναχαιτίσω την επερχόμενη συντήρηση, να καταντήσω -επί λέξει- το λιγότερο δυνατόν συντηρητικός.

Μου έκανε εντύπωση η σκέψη αυτή. Λογικά ορθή και τρομακτική ως προοπτική. Ύστερα από κάποιες μέρες ξύπνησα με την εικόνα του Κορτάσαρ να μην έχει διαλυθεί ακόμα απ' το τελευταίο όνειρο. Το όνειρο είχε ως εξής: κάθομαι με άλλους σ' ένα οβάλ τραπέζι, στην κορυφή υπάρχει ένα μικρόφωνο και όλοι πίνουν αλκοόλ ενώ εγώ έχω ένα έντονο αίσθημα δίψας, είναι κάποιο σεμινάριο για τον Κορτάσαρ, για τη ζωή και το έργο του, εκείνη -η εισηγήτρια-, ανάμεσα σε άλλα, κάποια στιγμή γυρίζει, με κοιτάζει και μου λέει: θέλω από σένα, όταν φύγεις από 'δώ και γυρίσεις στο σπίτι σου, να ψάξεις στο διαδίκτυο για φωτογραφίες του Κορτάσαρ: να βρεις τον Κορτάσαρ νέο, πριν φύγει από την Αργεντινή, και τον Κορτάσαρ στην τελευταία δεκαετία της ζωής του. Εκεί θα δεις πώς μεγαλώνοντας άφηνε πίσω του τη συντήρηση των νεανικών του χρόνων, ένας μεσοαστός διανοούμενος με τα γαλλικά του και τις ευρωπαϊκές του ρίζες, που κοίταζε με τρόμο την άφιξη των ιθαγενών στο Μπουένος Άιρες φορώντας ζιβάγκο, και πώς λίγο πριν το τέλος, γοητευμένος από τις επαναστάσεις στην Κούβα και τη Νικαράγουα, πέρασε στην απέναντι όχθη.

Έφτιαξα καφέ και κάθισα στον υπολογιστή να ικανοποιήσω την ονειρική εκκρεμότητα. Έτσι ήταν. Πήρα τηλέφωνο τον Λευτέρη, σχεδόν είχε ξεχάσει τη συζήτησή μας· δεν του έκανε εντύπωση. Ίσως, του είπα, αν τα γράψω κάποια μέρα, να σου κάνουν. Από τότε πέρασαν χρόνια, και εγώ συχνά πυκνά σκεφτόμουν τον Κορτάσαρ και την αντίστροφη πορεία του.

Ας ξεκινήσω έτσι, λοιπόν.

Δεν είναι ότι δεν χάρηκα με την επανακυκλοφορία της εδώ και χρόνια εξαντλημένης συλλογής Τα μυστικά όπλα, αλλά μου φαίνεται κάπως κλισέ αυτό, για ν' αρχίσω αυτή την ανάρτηση, θα προτιμούσα να σας πω την ιστορία του φίλου μου του Λευτέρη που αποφάσισε να τα βάλει με τη συντηριτικοποίηση κατά το πέρασμα των χρόνων. Και θα πείτε: πού κολλάει ο Κορτάσαρ;

Στην ελληνική έκδοση λείπει ένα διήγημα της συλλογής, Ο κυνηγός, το οποίο η Απόπειρα κυκλοφόρησε ως ανεξάρτητη έκδοση. Τα τέσσερα διηγήματα που αποτελούν την παρούσα έκδοση διαφέρουν μεταξύ τους αρκετά ως προς το ύφος και την αφήγηση, είναι η περίοδος που ο Κορτάσαρ δοκιμάζει διάφορα πράγματα, ενώ η ζωή στο Παρίσι τον επηρεάζει και τον εμπνέει. Στα Γράμματα της μαμάς ο μετανάστης ήρωας αδυνατεί, παρά την απόσταση, να βρει την ισορροπία στη σχέση με τη μητέρα του, σχέση αλληλογραφίας που επαναφέρει διαρκώς στο προσκήνιο το παρελθόν (Ο Κορτάσαρ φτάνει στο Παρίσι). Η καλή εξυπηρέτηση, η απλή ιστορία μιας ηλικιωμένης γυναίκας, που αναλαμβάνει να υποδυθεί επί πληρωμή τη μητέρα ενός αγνώστου, έτσι ώστε εκείνος να μην ταφεί απουσία οικογένειας (Ο Κορτάσαρ νιώθει μακριά από τη γενέτειρά του και προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα πατρίδα). Τα σάλια του διαβόλου, διήγημα στο οποίο βασίστηκε ο Αντονιόνι για να γυρίσει το Blow Up, ο συγγραφέας ήρωας σώζει (;) ένα μικρό παιδί φωτογραφίζοντας την παράξενη συνδιαλλαγή δύο ενηλίκων (Ο Κορτάσαρ πάει σινεμά). Και στο ομώνυμο, Τα μυστικά όπλα, μια ιστορία αγάπης στο Παρίσι, μια ιστορία αγάπης όπως μόνο εκείνος μπορεί να τη διηγηθεί (Ο Κορτάσαρ είναι έτοιμος να γράψει το Κουτσό). Και -πάντα θα φαντάζομαι ως πέμπτο και τελευταίο διήγημα της συλλογής- ο Κυνηγός, το πλέον παριζιάνικο απ' όλα, γεμάτο πάθος και τζαζ, γεμάτο καπνό και ανάγκη για έκφραση (Ο Κορτάσαρ και η Τζαζ).
Ποτέ δεν θα γίνει γνωστό με ποιον τρόπο θα έπρεπε να διηγηθώ αυτή την ιστορία, σε πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο, χρησιμοποιώντας το τρίτο πληθυντικό ή επινοώντας συνεχώς φόρμες που θα είναι άχρηστες. Αν ήταν δυνατό να ειπωθεί: εγώ είδαν να ανεβαίνει το φεγγάρι, ή: με πονάει το βάθος των ματιών μας, και κυρίως: εσύ η ξανθιά ήταν τα σύννεφα που τρέχουν μπροστά στα δικά μου δικά σου δικά μας δικά τους βλέμματα.
  


Μετάφραση Τάσος Δενέγρης
Εκδόσεις Απόπειρα
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου