Δευτέρα 15 Απριλίου 2024

Έλα να παίξουμε - Δημήτρης Χριστόπουλος

Πριν από τρία χρόνια είχα διαβάσει το Τζίντιλι και το είχα βρει εξαιρετικό ως προς τη σύλληψη, τη σύνθεση και την εκτέλεση, πετυχημένο παρότι η συγγραφική φιλοδοξία του Χριστόπουλου έθεσε τον πήχη αρκετά ψηλά, ένα μυθιστόρημα που ανήκει στο υποείδος της οικολογοτεχνίας και διαδραματίζεται στα φανταστικά Σόθιψα, χωριό της Εορδαίας, με το υπέδαφός του,  γεμάτο από λιγνίτη, να υποχωρεί. Περίμενα, λοιπόν, με ενδιαφέρον το επόμενο βιβλίο του, που τελικώς κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς, πάντοτε με τη φροντίδα και την καλαισθησία των εκδόσεων Το Ροδακιό. Έλα να παίξουμε.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, κι όμως δεν πρόκειται να τα ξεχάσω. Σκόπευα να τα κρατήσω για πάντα στο συρτάρι μου. Τελικά, αποδεχόμενος την πρόταση ενός εκδότη, είπα να τα τυλίξω σε ένα βιβλίο, τώρα που ο χρόνος άμβλυνε τη δραματικότητά τους και μπορώ να τα δω πιο ψύχραιμα· να επικεντρωθώ στην απόσταση που πήρα, να γίνω ορατός και να δώσω τέλος στην προηγούμενη ζωή μου, αν και ακόμα μουδιασμένος από το τραύμα. Μην ανησυχείτε, δε σκόπευα να αυτοκτονήσω και να τους κάνω τη χάρη. Τις νύχτες αφήνομαι στη σιωπή μου, δεν τη φοβάμαι πια, την εξημέρωσα Να μιλήσω ήθελα για το γλυκόπικρο φίλεμα που μας επιφυλάσσει η ίδια η ζωή όταν απεγνωσμένα διεκδικούμε την αλήθεια που απελευθερώνει, κι ας είναι επώδυνη η ρουφιάνα. Να πω αυτή την ιστορία, που δεν είναι μόνο δική μου και χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται.

Ο αφηγητής χρησιμοποιεί ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα στο κατώφλι της αφήγησής του, νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει στον υποψήφιο αναγνώστη το γιατί και το πρέπει της αφήγησης αυτής. Ο θάνατος του πατέρα του, κατά κάποιο τρόπο τον απελευθέρωσε, επιτρέποντας στο φάντασμά του να τριγυρίζει στις σελίδες αυτές, χωρίς να έχει τη δύναμη της δράσης πια. Ένας παράδοξος επικήδειος που δεν εκφωνήθηκε πάνω από το μνήμα. Εγκαταλείποντας το πρώτο πρόσωπο, το γεμάτο συναίσθημα και ανάγκη για εξηγήσεις και επισημάνσεις, θα βρει καταφύγιο στο τρίτο πρόσωπο ενός παντογνώστη αφηγητή που απολαμβάνει την αποστασιοποίηση από τα δυσβάσταχτα για τον επίδοξο συγγραφέα γεγονότα που καθόρισαν μεγάλο μέρος της ζωής και του χαρακτήρα του.

Ο τίτλος, αντιστικτικός του περιεχομένου, αναπόφευκτα αναλαμβάνει και φέρει κάτι από το παρελθόν, από τα παιδικά χρόνια, όταν όλα ετούτα ξεκίνησαν να έχουν ως πρόσωπο της πλοκής τον Στέργιο Σιδέρη, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικός και εύστοχος, εκτός από απλά εμπνευσμένος. Η αφήγηση ξεκινάει μια γκρίζα αυγή του Φλεβάρη του '92 στην πύλη Ε9 του λιμανιού τον Πειραιά, απ' όπου το καράβι της γραμμής ετοιμάζεται να αναχωρήσει με προορισμό, μεταξύ άλλων, τη Σίφνο, τόπο καταγωγής της μητέρας του, εκεί που ο Σιδέρης πρόκειται να αναλάβει αγροτικός γιατρός. Μια διπλή αφήγηση ξεκινάει, μια στο αφηγηματικό παρόν, η καθημερινότητα ενός αγροτικού γιατρού στο νησί, μια στάλα γης καταμεσής του Αιγαίου, και μια από το παρελθόν, γεμάτο από σιωπές και μυστικά, που αναπόφευκτα, κάποια στιγμή ξαφνικά και αναπάντεχα, θα χτυπήσουν με επιμονή την πόρτα, απαιτώντας να περάσουν στο εσωτερικό και να θρονιαστούν γυρεύοντας την αμοιβή τους.

Αυτό το πάντρεμα, η αλληλουχία των δύο αφηγήσεων, είναι το πρώτο στοίχημα που αργά και σταθερά οικειοποιείται ο Χριστόπουλος, καθιστώντας το λειτουργικό, έχοντας τον ρόλο της σκαλωσιάς επί της οποίας θα τοποθετηθούν κομμάτι το κομμάτι τα μέρη, μικρά, μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα, της ιστορίας. Ο αναγνώστης σταδιακά εξοικειώνεται, μέχρι που κάποια στιγμή οι δύο αφηγήσεις διασταυρώνονται πυκνά και γίνονται μία, χωρίς αυτό να συσκοτίζει και να μπερδεύει. Και η ιστορία που έχει να αφηγηθεί ο συγγραφέας, η ιστορία του Σιδέρη, είναι μια δυνατή ιστορία, που δεν είναι μόνο δική του αλλά επαναλαμβάνεται. Κρατήστε το αυτό το τελευταίο. Για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής αυτής, ο Χριστόπουλος χρησιμοποιεί δύο βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως αυτά φανερώθηκαν σε πλήρη έκταση ήδη από το Τζίντιλι, την αφηγηματική άνεση και τη γλωσσική φροντίδα, απαραίτητα και καθοριστικά συστατικά για την παραγωγή καλής λογοτεχνίας.

Και αν η αφηγηματική άνεση είναι a priori ένα λογοτεχνικό στοιχείο που επιζητώ, η γλωσσική φροντίδα, ως ενδεχόμενο, με γεμίζει με αμφιβολίες και ενστάσεις, πριν διαβώ το κείμενο και εξακριβώσω ιδίοις όμμασι το εύρος της, γνωρίζοντας πως η υπερβολή στην ποιητικότητα είναι κάτι που συχνά μου προκαλεί δυσανεξία, εξοβελίζοντάς με από την αναγνωστική συνθήκη. Ο Χριστόπουλος κινήθηκε στο λεπτό αυτό όριο χωρίς να χάσει την ισορροπία του, παρότι κάποιες στιγμές κάτι τέτοιο έδειχνε επικίνδυνα επίφοβο να συμβεί. Αυτή η τελική ισορροπία αποτελεί για μένα το πλέον κερδισμένο κομμάτι της συγγραφικής φιλοδοξίας, αφού πετυχαίνει να περιποιηθεί γλωσσικά την αφήγησή του χωρίς να τη βαρυφορτώσει με αχρείαστα και περιττά στολίδια, εν είδει επίδειξης μιας ικανότητας που η –φιλολογική του– σκευή αναμφίβολα διαθέτει. Το ίδιο συμβαίνει και με το συναίσθημα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει την αβίαστη αναπνοή του κειμένου, αποφεύγοντας τους σκοπέλους του εκβιασμού και του εξαναγκασμού του αναγνώστη, απομακρύνοντάς τον από τον πυρήνα της ιστορίας, κουράζοντάς τον και προδίδοντας την ίδια την εισαγωγική εξομολόγηση/δέσμευση του ίδιου του Σιδέρη.

Το τραύμα και η εγγύτητα με το κακό, η βίωση και η επεξεργασία τους για την ακρίβεια, έτσι όπως ανεβαίνουν, παρά το βάρος τους, στην επιφάνεια, αποτελούν το ισχυρό δίπολο που διατρέχει τις σελίδες αυτού του μικρού σε έκταση μυθιστορήματος, η ανάγκη του Σιδέρη, έστω και με δεκανίκι έναν τριτοπρόσωπο αποστασιοποιημένο αφηγητή, να βάλει τα κομμάτια στη θέση τους, να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να κατανοήσει και να συμφιλιωθεί, να φροντίσει την πληγή, να αναμετρηθεί με το πλέον οδυνηρό και δύσκολο στην αποδοχή σκέλος πως αυτή η ιστορία, παρότι αναμφίβολα υποκειμενική στην πρόσληψη και τη διέλευση, τίποτα το διαφορετικό δεν έχει από αντίστοιχες άλλες, πως όλα αυτά δεν τον καθιστούν έναν λαμπερό και συνάμα τραγικό πρωταγωνιστή ενός πρωτοφανούς δράματος, παρά έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του παιδικού και ενήλικου τραύματος της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της διαρκούς αναμέτρησης με ένα παρελθόν σκοτεινό, γεμάτο από μυστικά και ψέματα, ενσωματωμένα από καιρό, μέρος της ίδιας μας της ταυτότητας, βαρύ φορτίο στις πλάτες, που καθιστούν τελικώς ελλειμματική και υπό αίρεση την περιβόητη γαματοσύνη που με μια ντουντούκα ανά χείρας διατυμπανίζαμε αφελώς και ανεφελώς άλλοτε.

Κλείνοντας θέλω να προσθέσω πως ο Χριστόπουλος, πέραν των λοιπών δεξιοτήτων, προεξάρχουσας ίσως της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη παραπάνω, διαθέτει, ή δείχνει να διαθέτει, την απαραίτητη επιμονή και υπομονή, την όρεξη και τη θέληση να σκύψει προσεχτικά ξανά και ξανά πάνω από την ιστορία του, να μη βιαστεί, μέχρι να νιώσει πως είναι έτοιμη να εξέλθει των ορίων του γραφείου εργασίας και να συναντήσει τον αναγνώστη. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει –και– το Έλα να παίξουμε.

υγ. Για το Τζίντιλι έγραφα εδώ.

Εκδόσεις Το Ροδακιό

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

MANIAC - Benjamín Labatut

Με το Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ έπαψε να αποτελεί ένα ανατέλλον αστέρι της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας και είδε το έργο του, αν και ειδολογικά δύσκολα κατατάξιμο, να αναγνωρίζεται, να μεταφράζεται και να εκδίδεται σε πολλές χώρες σε όλον τον κόσμο, με την κριτική και τους αναγνώστες να το υποδέχονται θερμά. Τη σύσταση με το ελληνικό κοινό ανέλαβαν οι εκδόσεις Δώμα, σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου. Πρόσφατα, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκδοσή του στην ισπανόφωνη αγορά, κυκλοφόρησε το MANIAC, που μοιάζει να είναι το πλέον φιλόδοξο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έργο τού Λαμπατούτ.

Το MANIAC αποτελείται από τρία μέρη με θεματική και μάλλον χαλαρή σύνδεση, μια συλλογή τριών εκτενών διηγημάτων με μια σχετική αυτονομία, που ως πρωταγωνιστές έχουν τρία σπουδαία και σπάνια μυαλά· τον Αυστριακό φυσικό Πάουλ Έρενφεστ, τον Ούγγρο πολυεπιστήμονα Τζώννυ φον Νόυμαν, και τον Νοτιοκορεάτη Λη Σεντόλ, παίχτη του γκο. Τα διηγήματα τα συνέχει και μια χρονική διαδοχή. Η πρώτη ιστορία φτάνει ως τα ζοφερά χρόνια της έκρηξης του ναζισμού, όταν η κβαντομηχανική ήρθε να ανατρέψει τις ισορροπίες εντός της κοινότητας των φυσικών, ενώ η Αμερική λειτουργούσε ως καταφύγιο για τα λαμπρά επιστημονικά μυαλά. Η ιστορία του φον Νόυμαν κορυφώνεται εν μέσω ψυχρού πολέμου και πυρηνικής φρενίτιδας, όταν τα πρώτα ωάρια υπολογιστικών μηχανών αρχίζουν να γονιμοποιούνται. Για να φτάσουμε κοντά στο σήμερα με την τεχνητή νοημοσύνη να βρίσκεται στο επιστημονικό επίκεντρο και η εξέλιξή της, με τα ερωτήματα για τη χρήση της, να ξεπερνά ακόμα και τις πιο πρόσφατες λογοτεχνικές εικασίες.

Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, δοκιμάζει από το δικό της μετερίζι την απόπειρα κατανόησης και νοηματοδότησης. Αυτό το κοινό έδαφος με την επιστήμη, που δύσκολα εντοπίζεται με μια πρόχειρη ματιά, επιχειρεί να χαρτογραφήσει ο Λαμπατούτ, αυτά είναι τα μέρη που προκαλούν τη σκέψη του. Εγχείρημα φιλόδοξο, κυρίως λογοτεχνικά, γιατί ενώ ο Λαμπατούτ ακολουθεί παρόμοιο βηματισμό, ένα υβριδικό, δηλαδή, κατασκεύασμα μυθοπλαστικής σύνθεσης που αντλεί έμπνευση από την επιστήμη και πατάει πάνω της, έχοντας καλιμπράρει με ακρίβεια την πυξίδα του, επιχειρεί να βαδίσει σε πιο απαιτητικά μονοπάτια, επιθυμώντας να εξελίξει τον μηχανισμό και να μην εγκλωβιστεί σε μια μανιέρα. Δεν επαναπαύεται στην αυτόφωτη γοητεία της πραγματικότητας της επιστήμης, της οριακής αυτής απόπειρας ερμηνείας του κόσμου, αλλά δίνει ιδιαίτερη φροντίδα στην αφήγηση και τη μυθοπλαστική σύνθεση, επιτρέποντάς τους να ελευθερωθούν από την εγκεφαλικότητα και τη συναισθηματική στειρότητα, με αποτέλεσμα το MANIAC να φλερτάρει ταυτόχρονα με τη λογοτεχνία και την επιστήμη, ισορροπώντας και στις δυο και παραμερίζοντας την όποια αναγνωστική αμηχανία. Η ήδη γνώριμη πρόκληση ενός μυαλού που κατανοεί και μεταπλάθει την υψηλή επιστημονική γνώση, συναντά εδώ, περισσότερο από ποτέ στο έργο τού Λαμπατούτ, την έλξη που γεννά η καλή πρόζα, ενώ επιπρόσθετα υπερκεράζει τον περιορισμό της απεύθυνσης σ' ένα εξειδικευμένο κοινό, χωρίς να υποκύπτει στις σειρήνες της εκλαΐκευσης.

Ο τίτλος της συλλογής φέρει το όνομα ενός από τους πρώτους υπολογιστές που κατασκευάστηκαν ποτέ, και που, καθόλου αναπάντεχα, χρησιμοποιήθηκε κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς, όταν ο κόσμος πλησιάσε κοντύτερα από ποτέ ως τώρα στον πυρηνικό όλεθρο. Το συγκεκριμένο διήγημα, Τζων ή Τα τρελά όνειρα του Λόγου, συνομιλεί με την τελευταία ταινία του Νόλαν για μία ακόμα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όπως ο Οπενχάιμερ. Ο Λαμπατούτ, μέσα από την εξιστόρηση της ζωής τού φον Νόυμαν, αναδεικνύει μια δυσδιάκριτη, μα καθοριστικής σημασίας, όψη, εκείνη της ηθικής της επιστήμης, που φανερώνει και τον αμφίσημο χαρακτήρα της, καθώς τη στιγμή που προάγει τη γνώση και υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον, ταυτόχρονα, το υπονομεύει και το θέτει σε κίνδυνο. Ο αναχωρητισμός δεν αποτελεί ίδιον μόνο του καλλιτέχνη αλλά και του επιστήμονα. Στο διήγημα αυτό, ο Λαμπατούτ δοκιμάζει μια πολυφωνική αφήγηση προσώπων που βρίσκονταν στον στενό περίγυρο του φον Νόυμαν, αφηγηματική επιλογή που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργική στη σύνθεση του κεντρικού χαρακτήρα, επιτρέποντας, πέραν της επιστημονικής όψης, να διαφανούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συναισθηματικών του δεσμών· μια συνήθως παραγνωρισμένη πλευρά των επιστημόνων φωτίζεται.

Το MANIAC μοιάζει να εισάγει ένα νέο υποείδος, αυτό του επιστημονικού ρεαλισμού, σ' ένα αποτέλεσμα αναπάντεχα γοητευτικό, που προκαλεί ίλιγγο, ανοίγοντας στον αναγνώστη νέα παράθυρα αναζήτησης, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει απόλαυση όπως κάνει η καλή λογοτεχνία.

υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

 
Μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου
Εκδόσεις Δώμα

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Διακοπές στην Αβησσυνία - Ελίζα Παναγιωτάτου

Δύο χρόνια μετά το Αεροδρόμιο, η Ελίζα Παναγιωτάτου επιστρέφει λογοτεχνικά, αυτή τη φορά μ' ένα μυθιστόρημα και πάλι στις εκδόσεις Αντίποδες. Θέτω εξ αρχής το ειδολογικό ανήκειν γιατί η ως τώρα πορεία της ανήκε στη μικρή φόρμα, και τη χαρακτήριζε μια γραφή αρκετά προσωπική και εν πολλοίς θραυσματική και αφαιρετική. Το Διακοπές στην Αβησσυνία είναι ένα βήμα πιο φιλόδοξο.

Πρωταγωνίστρια είναι η Τέσση, ένα εν δυνάμει ή αυθαίρετα άλτερ έγκο της συγγραφέως, γεννημένη στα μέσα της δεκαετίας του '80, που δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο εξυπηρέτησης πελατών, παλεύοντας να επιβιώσει στην καθημερινότητα τόσο πρακτικά όσο και συναισθηματικά. Της αρέσουν κυρίως οι γυναίκες, αλλά όχι αποκλειστικά. Ο θάνατος του πατέρα της, ξαφνικός και άμεσος, εκτός της απώλειας την φορτώνει και με το βάρος της γραφειοκρατίας καθώς είναι αποφασισμένη, αντίθετα με τον αδερφό και τη μητέρα της, να τολμήσει το ρίσκο της αποδοχής μιας κληρονομιάς μπλεγμένης και χρεωμένης. Σκαλίζοντας τα διάφορα χαρτιά και γυρεύοντας το κλειδί μιας τραπεζικής θυρίδας, που ίσως να κρύβει κάποια έκπληξη, ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον γνωρίζει λίγο καλύτερα, τα κομμάτια ενός ακατανόητου παζλ μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Η ιστορία διαδραματίζεται τα τελευταία χρόνια, όταν σ' όλα τα δεινά προστίθεται και ο κορωνοϊός, οι απαγορεύσεις και ο φόβος.

Στο πρώτο μέρος, ένας παντογνώστης αφηγητής ακολουθεί την Τέσση στις διαδρομές της στην Αθήνα, με την Παναγιωτάτου να καταφεύγει σε διαρκή μπρος πίσω στην ιστορία με βασικό άξονα το πριν και το μετά του θανάτου του πατέρα της. Στο δεύτερο μέρος, στις «διακοπές στην Αβησσυνία», ο παντογνώστης αφηγητής μένει πίσω και η Τέσση αναλαμβάνει η ίδια σε πρώτο πρόσωπο την αφήγηση της εκεί περιπέτειάς της. Η συγγραφέας με διάφορα αφηγηματικά μέσα –διαλόγους, μηνύματα, αποκόμματα εφημερίδων και αλληλογραφίας– περιστοιχίζει λειτουργικά το κυρίως αφηγηματικό όχημα. Η πρόζα είναι αρκετά σφιχτοδεμένη, το νήμα της αφήγησης είναι ορατό και γερό, ούτε θραυσματικό, ούτε αφαιρετικό. Η Παναγιωτάτου τα καταφέρνει πολύ καλά, χωρίς να καταφεύγει σε τεχνάσματα και ακροβασίες στείρου εντυπωσιασμού. 

Η Τέσση είναι ένας χαρακτήρας αληθοφανής και ζωντανός, μια κοπέλα με την οποία ο αναγνώστης έχει ταξιδέψει στον ίδιο συρμό. Τα συναισθήματα και τα προβλήματα της καθημερινότητας είναι οικεία και γνώριμα. Ο τόπος, η Αθήνα και η Αβησσυνία, έχει επίσης καθοριστική λειτουργία στο μυθιστόρημα. Και αν η Αθήνα, αποτυπωμένη με την αληθοφάνεια κάποιου που την περπατά, αναμενόμενα δεν προσιδιάζει σε εκείνη των τουριστικών οδηγών, η Αβησσυνία, με τη σκιά του Ρεμπό διακριτή, παρουσιάζεται επίσης ως αυτό που είναι, το σκηνικό της δράσης δηλαδή, χωρίς να τη βαραίνει η εξωτικότητα μιας άγνωστης και μακρινής γης. Η αλλαγή τοπίου, ακόμα και τόσο αντιθετική, δεν μεταμορφώνει την Τέσση σε ένα άλλο πρόσωπο, και αυτό αποδεικνύεται καθοριστικό για τη γενικότερη πρόσληψη του μυθιστορήματος.

Η Παναγιωτάτου δεν διστάζει να γράψει για το σήμερα, όχι με όρους επικαιρότητας, αλλά συγχρονίας. Πετυχαίνει να αποδώσει το κοινωνικό βαρομετρικό, τις ριπές του ανέμου και την αισθητή θερμοκρασία που επικρατεί, με ακρίβεια στην παρατήρηση και την καταγραφή, να μιλήσει για τη γενιά των σημερινών νεαρών μεσήλικων. Οι πτυχές τής αγωνίας της Τέσσης δεν είναι επίπλαστες και κενές υπόβαθρου χάριν εντυπωσιασμού και (θεματικής) συμπερίληψης. Το γυναικείο ζήτημα, η σεξουαλικότητα, η ερωτική αναζήτηση, η καταφυγή στο παρελθόν, οι εργασιακές προοπτικές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, η ψηφιακή πραγματικότητα, η ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση, οι παρενέργειες της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν βασικούς πυλώνες της καθημερινής διαδρομής. Καθίσταται σαφές εξ αρχής πως οι αγωνίες και οι επιθυμίες της Τέσσης είναι προσωπικές και δεν τοποθετούνται σε μια βιτρίνα προς πώληση. Θέλω να πω με αυτό πως η Παναγιωτάτου δεν επιζητά τη συναισθηματική καθοδήγηση του αναγνώστη, ούτε σε επίπεδο ενσυναίσθησης, ούτε ταύτισης. Αυτό είναι κάτι που προκύπτει, αν προκύπτει, αβίαστα.

Το Διακοπές στην Αβησσυνία, χαμηλόφωνο και σύγχρονο, ανήκει στο σώμα μιας διακριτής ελληνόφωνης γυναικείας λογοτεχνίας, γεγονός που το καθιστά, εκτός από αναγνωστικά απολαυστικό, αναγκαίο, έτσι όπως αποτυπώνει τον χωροχρόνο και τις κινήσεις των (θηλυκών) υποκειμένων εντός του. Η Παναγιωτάτου, με το μυθιστόρημα αυτό, παγιώνει τη θέση της ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες φωνές της εποχής μας.

υγ. Για το Αεροδρόμιο περισσότερα εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών. 

Εκδόσεις Αντίποδες

Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Ανοιχτή θάλασσα - Caleb Azumah Nelson

Για πολλούς λόγους είχα την ανάγκη/επιθυμία να διαβάσω κάτι σύγχρονο, τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς τη μορφή. Η Ανοιχτή θάλασσα, το λογοτεχνικό ντεμπούτο του Νέλσον, έμοιαζε να είναι το κατάλληλο βιβλίο. Έμενε να αποδειχτεί.

Αυτή είναι η ιστορία μιας αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε, ακόμα μια ιστορία αγάπης, μιας σχέσης που δεν άντεξε. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας νεαρός μαύρος που ασχολείται με τη φωτογραφία, στοιχεία ταυτότητας που δημιουργούν υπόνοιες συσχετισμού με τον ίδιο τον συγγραφέα, λέει την ιστορία του απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο του τον εαυτό. Βγαίνει από το σώμα του για να πάρει απόσταση, για να μπορέσει να πει την ιστορία αυτή. Όταν γνωρίστηκαν, εκείνη ήταν σύντροφος ενός φίλου του, εκείνος ήταν που ανέλαβε να τους συστήσει ένα βράδυ ανάμεσα σε ποτά και νότες. Πρώτα ήρθε η φιλία, μέσα της κρύφτηκε και άνθισε ο έρωτας, το τέλος του παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. Η αφήγηση ξεκινάει in medias res, σ' ένα κουρείο, όπου εκείνη μπαίνει αποφασισμένη να απαλλαγεί από το μακρύ της μαλλί, ζητώντας από τον κουρέα να της τα πάρει όλα. Ο κουρέας αντιλαμβάνεται το συναίσθημα που αιωρείται ανάμεσα στους δύο νεαρούς, το σχολιάζει, κάτι όμορφο υπάρχει εδώ, λέει. Ύστερα, ο αφηγητής θα πιάσει το νήμα από την αρχή, από το βράδυ εκείνο που γνωρίστηκαν.

Ο αφηγητής ξεδιπλώνει το ρολό από την καταγραφή στο μαύρο κουτί της σχέσης, εκείνα που προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν, εκείνα που έκαναν τη φιλία έρωτα, εκείνα που υποχώρησαν και άφησαν πίσω τους ένα κενό, όλα τα μικρά, καλά κρυμμένα, συστατικά αυτής της αντίδρασης, την έλξη και την αποκόλληση, εκείνον να αφηγείται την ιστορία αυτή. Το τέλος μιας σχέσης αναδύεται ως ενδεχόμενο μόνο εξαιτίας της δημιουργίας της ίδιας της σχέσης, χωρίς τη σχέση δεν υπάρχει χωρισμός. Κοινοτοπίες, θα πείτε, ίσως και να έχετε δίκιο, θα πω, κοινοτοπίες που ωστόσο ακόμα γεμίζουν με γράμματα άδειες σελίδες. Μεγάλο μέρος των όσων καταφέρνει ο Νέλσον σχετίζεται με το αφηγηματικό εύρημα, με τον τρόπο που κρύβει το εγώ στο εσύ, παρότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, εύρημα άκρως λειτουργικό, απαλλαγμένο από προθέσεις στείρου εντυπωσιασμού, που ταυτόχρονα απλώνει μια σκιά στην οποία στέκεται εκείνη, που με τον τρόπο αυτό τονίζεται η απουσία της από τη ζωή του αφηγητή. Τώρα, εκείνος αποτελεί τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα με τον οποίο μοιράζεται την επιθυμία για αναπόληση, για ανασύσταση μιας ιστορίας που ανήκει πια στο παρελθόν. Η επιτακτικότητα της δευτεροπρόσωπης απεύθυνσης διαθέτει μια έντονη δυναμική, ικανή να εμπλέξει τον αναγνώστη στην ιστορία αυτή, να προσφέρει απλόχερα ένα εμβαδό ταύτισης, πετυχαίνοντας να διατηρήσει την ένταση του συναισθήματος καθ' όλη τη διάρκεια της αφηγηματικής πορείας. Μια εις εαυτόν ανάκληση των περασμένων, μια απόπειρα επισήμανσης όλων εκείνων των λεπτομερειών που την ώρα της καύσης πέρασαν ίσως απαρατήρητες, περί αυτού πρόκειται η Ανοιχτή θάλασσα.

Η ιστορία, παρά τα όποια ιδιαίτερα πραγματολογικά στοιχεία, δεν διαθέτει πρωτοτυπία, είπαμε: ακόμα μία ιστορία αγάπης, ακόμα μια σχέση που δεν άντεξε. Αλλά, όπως κάθε ιστορία αγάπης, διαθέτει μια μοναδικότητα, όχι μόνο για εκείνους που την έζησαν, αλλά και για μας που τη διαβάζουμε, αυτή τη μοναδικότητα φροντίζει να εκφράσει ο Νέλσον, τις λεπτές της αποχρώσεις που κάτι οικείο μας θυμίζουν, που κάτι δικό μας έχουν. Και αυτό το διαρκές εσύ στην απεύθυνση διατηρεί τον αναγνώστη σε συναισθηματική εγρήγορση, τουλάχιστον τον αναγνώστη που θέλησε να διαβάσει μια ακόμα ιστορία αγάπης, τον αναγνώστη που δεν θα πει: και τι με νοιάζει εμένα. Και ο συγγραφέας, αφού βρήκε το κατάλληλο αφηγηματικό όχημα, σχεδίασε τις λεπτομέρειες της σχέσης με λελογισμένη χρήση της ποιητικότητας και της λυρικότητας, διατηρώντας, όσο μπορούσε, το βλέμμα στον σκληρό και επώδυνο ρεαλισμό μιας κατάστασης μεταφυσικής όπως αυτή μιας ερωτικής ιστορίας που έληξε. Πέρα από τα δύο πρόσωπα της ιστορίας, υπάρχουν και συμπρωταγωνιστές, το Λονδίνο, η μαύρη πραγματικότητα, η μουσική και η λογοτεχνία. Συμπρωταγωνιστές που ωστόσο δεν βαραίνουν άνισα την ιστορία, αλλά αποτελούν το απαραίτητο περιτύλιγμα, το σκηνικό εντός του οποίου τοποθετείται η δράση, επιτυγχάνοντας τη συγχρονία, χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί αυτοσκοπό.

Τα όσα γνώριζα για το βιβλίο αυτό, πριν το πιάσω στα χέρια μου ένα πρωί και το τελειώσω χωρίς να σηκωθώ από τον καναπέ, εκτός από προσδοκίες συγχρονίας, είχαν εγείρει μέσα μου και επιφυλάξεις. Επιφυλάξεις που δεν είχαν τόσο να κάνουν με το πρωτόλειο ενός νεαρού συγγραφέα και την πιθανή όσμωση στο σωλήνα των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής και επιμέλειας, εκεί που οι γωνίες λειαίνονται και η συγχρονία επιβάλλεται, σε μια διαδικασία παραγωγής κειμένων φασόν, όσο με το γεγονός μιας πιθανής συγγένειας με το έργο συγγραφέων όπως ο Λουί ή ο Βουόνγκ, ανάμεσα σε άλλους, ο φόβος για μια απόπειρα αντιγραφής μιας επιτυχημένης συνταγής. Επιφύλαξη η οποία με κρότο έπεσε στο πάτωμα. Γιατί ναι, υπάρχει συγγένεια, αλλά ο Νέλσον καταφέρνει να καταστήσει τη δική του φωνή διακριτή, όχι μόνο εξαιτίας του ευρήματος της αφήγησης, αλλά και γιατί κατάφερε να μπολιάσει με την απαραίτητη συναισθηματική πειστικότητα την ιστορία του, να της προσδώσει έναν χαρακτήρα κατεπείγοντος.

Ένα ωραίο βιβλίο.

υγ. Περισσότερα για το βιβλίο του Βουόνγκ μπορείτε να βρείτε εδώ, ενώ για το έργο του Λουί εδώ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ο δράκος της Πρέσπας - Ιωάννα Μπουραζοπούλου

Ο καιρός πέρασε, ο καιρός ήρθε. Ο δράκος της Πρέσπας, η τριλογία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, ολοκληρώθηκε, επιτέλους και ευτυχώς. Το πρώτο μέρος, Η κοιλάδα της λάσπης, εκδόθηκε το 2014, το δεύτερο μέρος, Κεχριμπαρένια έρημος, το 2019, Η μνήμη του πάγου, λίγο πριν ολοκληρωθεί το 2023. Η ολοκλήρωση ήταν αρκετή για να τοποθετήσει τον Δράκο της Πρέσπας στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23, και πώς αλλιώς ύστερα από τέτοια υπομονή και αναμονή. Δεν κρύβω πως στην άκρη του μυαλού μου κρυβόταν ο φόβος του ανολοκλήρωτου, δεν ήταν κάτι, θέλω να πω, που το θεωρούσα δεδομένο, δεν είμαστε συνηθισμένοι εδώ σε τέτοια φιλόδοξα πρότζεκτ. Η φιλοδοξία είναι μια λέξη κλειδί για την αναγνωστική εμπειρία, η υπομονή και η αναμονή ανταμείφθηκαν.

Ας ξεκαθαρίσω κάτι ακόμα. Η λογοτεχνία του φανταστικού, την οποία η Μπουραζοπούλου υπηρετεί, δεν είναι ακριβώς του γούστου μου. Έχοντας ωστόσο διαβάσει το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ και την Ενοχή της αθωότητας, με βεβαιότητα μπορούσα να πω πως η περίπτωση της Μπουραζοπούλου αποτελούσε την ξεχωριστή και καλοδεχούμενη εξαίρεση ενός κανόνα υποκειμενικού, ικανή να τοποθετήσει ένα μεγάλο θέλω στην αναμονή της τριλογίας αυτής. Η πρόθεση ήταν να βυθιστώ στις χίλιες πεντακόσιες περίπου σελίδες του έργου αυτού, να βυθιστώ στον κόσμο που η συγγραφέας έστησε πέριξ της λίμνης της Πρέσπας μετά την εμφάνιση του δράκου στα νερά της και έτσι έκανα.

Η συνθήκη αυτή, η εμφάνιση του δράκου και τα παρελκόμενά της, αποτελεί στην ουσία το μοναδικό ανοίκειο συστατικό του χωροχρονικού σκηνικού. Οι χώρες της βαλκανικής χερσονήσου ταλανίζονται από οικονομικές δυσκολίες, η ανάγκη για επαναδιαπραγμάτευση του υπέρογκου εξωτερικού τους χρέους είναι απαραίτητη και οδυνηρή για τη ζωή των κατοίκων της. Η Τράπεζα, εξέλιξη διαφόρων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με σκοπό την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με κάθε κόστος, χωρίς κοινωνικοπολιτικές ευαισθησίες, θα διακρίνει πίσω από την εμφάνιση του μυστηριώδους αυτού πλάσματος μια οικονομική ευκαιρία. Θα ωθήσει στην έξοδο τους κατοίκους των χωριών στα περίχωρα της λίμνης και θα αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της ζώνης ενδιαφέροντος. Σε κάθε μια από τις τρεις όχθες θα αναπτυχθούν οικισμοί δρακολόγων, με στόχο τη μελέτη και την κατανόηση του δράκου. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ανταγωνισμός, βούτυρο στο ψωμί της Τράπεζας και του αδυσώπητου επιτρόπου της στην περιοχή.

Την εμφάνιση του δράκου ακολούθησαν μια σειρά από φυσικά φαινόμενα, οι δύο λίμνες ενώθηκαν και έγιναν μία, ενώ ο καιρός σε κάθε μια από τις ακτές είναι διαφορετικός, ακατάπαυστη βροχή στη νότια, ξηρασία στην ανατολική και δριμύ ψύχος στη δυτική. Ο τρόπος προσέγγισης του φαινομένου είναι επίσης διαφορετικός: «Η νότια όχθη και η συνακόλουθη αγορά της υποστήριζαν πως ο δράκος είναι ένα προϊστορικό τέρας με κεφάλι βονάσου και φτερά νυχτερίδας, που η επανεμφάνισή του προκάλεσε διαρκή βροχή, ανεβάζοντας τη στάθμη του νερού στη λίμνη και μετατρέποντας την περιβάλλουσα ξηρά σε βάλτο. Η ανατολική όχθη και οι οπαδοί της πάλι, επέμεναν πως ο δράκος είναι ένας εξωγήινος εισβολέας, που έχει τη μορφή κεχριμπαρένιας άμμου, έφερε ξηρασία και μετέτρεψε την Πρέσπα σε καυτή έρημο. Ήταν αδύνατο οι υποστηρικτές της δυτικής όχθης να πάρουν στα σοβαρά τους παραπάνω ισχυρισμούς και να μην τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία». Καχυποψία και ανταγωνισμός, ποιος καλύτερος συνδυασμός για να ελέγχει κανείς πλήρως τρεις γείτονες πληθυσμούς.

Κάθε βιβλίο διαδραματίζεται και σε μία από τις όχθες, με την Μπουραζοπούλου με μαεστρία να απλώνει τα νήματα που θα κινήσουν την παράλληλη ιστορία, τα γεγονότα και τις ανατροπές που θα επηρεάσουν και τις τρεις πλευρές. Καθοριστική αφηγηματικά είναι η ικανότητα της συγγραφέως να ελέγχει και να διαχειρίζεται τον χρόνο. Έτσι, σε κάθε βιβλίο πετυχαίνει να προβεί στις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, ώστε ο αναγνώστης να εξοικειωθεί με τις ιδιάζουσες συνισταμένες της κάθε όχθης, τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν στο αφηγηματικό σήμερα, ενώ ταυτόχρονα προωθεί την πλοκή ώστε να φτάσει εγκαίρως στο σημείο τομής, στο παρόν της αφήγησης, με τρόπο συντεταγμένο και δικαιολογημένο ως αλληλουχία των γεγονότων. Ο αφηγηματικός αυτός τρόπος είναι που ταυτόχρονα επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει από όποια πλευρά της λίμνης προτιμά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη σειρά των βιβλίων. Βέβαια, εγώ, κάπως συντηρητικά ίσως, θα επέμενα στη σειρά που η συγγραφέας όρισε.

Σε αντιστοιχία με τη διαχείριση του χρόνου, έτσι και ως προς το περιεχόμενο της πλοκής, η Μπουραζοπούλου ικανοποιεί ταυτόχρονα δύο απαιτήσεις. Η μια έχει να κάνει με το ιδεολογικό, κοινωνικό, επιστημονικό, ανθρωπολογικό περιεχόμενο της κάθε ακτής, τη σύνθεση των δρακολογικών ομάδων, τα χαρακτηριστικά όσων τις αποτελούν, τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους κατά τη στράτευσή τους, η άλλη με διάφορα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο σύγχρονα, που αποδίδονται στον δράκο, εγκλήματα, οικονομικές ατασθαλίες, υπόγειες και παρασκηνιακές συμφωνίες. Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να κατασκευάσει και να κινήσει μια σύνθετη και πολύπτυχη πλοκή, η οποία πατάει στέρεα σε διάφορες αρχές που γνωστοποιήθηκαν έγκαιρα στον αναγνώστη, χωρίς να μοιάζουν και να είναι παράταιρες, ενώ ταυτόχρονα η δράση επιταχύνει δημιουργώντας την επιθυμία να διαβάσεις τι θα συμβεί παρακάτω.

Η φιλοδοξία χαρακτηρίζει από άκρη σε άκρη τη συνολική κατασκευή, η φαντασία σε σημεία είναι οργιαστική, η επιμονή στη λεπτομέρεια καθοριστική, η σύνδεση των γεγονότων μεταξύ τους απαραίτητη για να διατηρηθεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ευρήματα λειτουργικά, με κύριο εκείνο του εγκιβωτισμένου θεατρικού έργου, αλλά και τους μικροκόσμους της κάθε όχθης. Η Μπουραζοπούλου συνθέτει ένα παραμύθι ενηλίκων, που λειτουργεί ως παραβολή, αλλά δεν εγκλωβίζεται ούτε περιορίζεται στο σώμα της. Η ιστορία, θέλω να πω, στέκει ενδιαφέρουσα και αυτάρκης, παρότι ταυτόχρονα φέρει ευκρινώς αναλογίες με τη δική μας, μακριά από τον δράκο της Πρέσπας, οικονομική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά και σε άλλα φλέγοντα ζητήματα γειτνίασης. Ο δράκος, θέλω να πω, υπήρχε και θα υπάρχει, σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις, η Μπουραζοπούλου, με τον τρόπο της, σχολιάζει την πραγματικότητα, με όχημα τη φαντασία, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να παράξει άνευρη, προφανή και διδακτική πολιτική, αλλά λογοτεχνία αξιώσεων, παρά τους όποιους αναπόφευκτους ειδολογικούς περιορισμούς.

Επιτυχής υπήρξε και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία, απόδειξη πως εξαρχής γνώριζε που θα την οδηγήσει ο δρόμος της συγγραφής, όποιες και όσες παρακαμπτηρίους οδούς και αν πήρε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού. Ο δράκος της Πρέσπας επιβεβαίωσε πως η Μπουραζοπούλου αποτελεί για μένα μια συγγραφική εξαίρεση, καθ' υπερβολή θα έλεγα πως είναι η καθ' ημάς Τοκάρτσουκ, μια γεννήτρια παραγωγής ιστοριών που ίπταται με χάρη πάνω από τον ατόφιο ρεαλισμό, τον γεμάτο απομάγευση και ενοχλητικά όρια. Η καταβύθιση στο σύμπαν που κατασκεύασε και έθεσε σε λειτουργία σίγουρα αποτελεί ένα χάι λάιτ της αναγνωστικής μου πραγματικότητας. Η υπομονή και η αναμονή επιβραβεύτηκαν και με το παραπάνω.

υγ. Για το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ περισσότερα εδώ, για την Ενοχή της αθωότητας εδώ. Για Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23 εδώ.

Εκδόσεις Καστανιώτη

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Κορίτσι - Camille Laurens

Ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος Κορίτσι της Καμίγ Λωράνς δημιούργησε προσδοκίες και επιφυλάξεις έτσι όπως συνδέθηκε με τη σπουδαία, νομπελίστρια πια, Αννί Ερνώ. Και αν οι προσδοκίες είναι μάλλον προφανείς –γυναικεία γραφή, αυτοβιογραφικό υλικό, φεμινισμός και κοινωνικοπολιτικό περίβλημα–, οι επιφυλάξεις είχαν μάλλον να κάνουν με μια κακώς εννοούμενη μανιέρα. Όσο και αν μοιάζει απλό να γράψει κάποια όπως η Ερνώ, καθόλου δεν είναι, ας διευκρινιστεί αυτό, πριν απ' ό,τι άλλο ειπωθεί.

Η Λωράνς πιάνει την ιστορία της από την αρχή, όταν γεννήθηκε και ο προγεννητικός έλεγχος ελάχιστα ανεπτυγμένος ήταν, με αποτέλεσμα μέχρι και την τελευταία στιγμή, την έξοδο δηλαδή του εμβρύου από τη μήτρα, ο πατέρας της, γιατρός σε μια μικρή πόλη κοντά στο Παρίσι, να ελπίζει πως το δεύτερο παιδί θα ήταν επιτέλους το αγόρι που τόσο προσδοκούσε και ήθελε. Είναι κορίτσι, η φωνή της μαίας ακούστηκε, λίγο πριν από το κλάμα που επέτρεψε στο βρέφος να πάρει την πρώτη του ανάσα. Το πρώτο εκείνο κομμάτι της ζωής της, από το οποίο η ίδια καμία ανάμνηση δεν διαθέτει, θα δοθεί μέσα από τις αφηγήσεις των τρίτων, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, σαν να μιλάει η συγγραφέας σε κάποια που δεν γνώρισε παρά μόνο εξ αντανακλάσεως, για να πάρει στη συνέχεια τη σκυτάλη το μνημονικό, ολοένα και πιο λεπτομερές, καθώς η αφήγηση προχωρά μέσα στα χρόνια σε πρώτο πρόσωπο, μέχρι να συγχρονιστεί το παρόν της αφήγησης και της ζωής.

Ο αφηγηματικός τρόπος καθορίζει εν πολλοίς την αναγνωστική πρόσληψη. Ισορροπημένα στακάτος και απολογιστικός, χωρίς υπερβολικό φόρτωμα ποιητικού και γλυκερού ή νοσταλγικού λόγου, με μια εμφανή απόπειρα να σταθεί και να παρατηρήσει από απόσταση τον ίδιο της τον εαυτό, ο τρόπος της Λωράνς είναι επαρκώς καθηλωτικός, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να διατρέχει εξ αρχής τις σελίδες αβίαστα, παρακολουθώντας μια ιστορία, σε πρώτο επίπεδο, αυστηρά προσωπική, με ένα φαινομενικά δυσανάλογο του περιεχομένου ενδιαφέρον. Αυτό κρίνεται σημαντικό ώστε η αφήγηση να μπορέσει να κουβαλήσει στις πλάτες της το προσωπικό βίωμα, καταρρίπτοντας την προαναγνωστική επιφύλαξη: και τι με ενδιαφέρει εμένα η ιστορία της;

Το ύφος ωστόσο από μόνο του δεν είναι επαρκές συστατικό κατασκευής και κυρίως λειτουργίας για ένα μυθιστόρημα, όπως το Κορίτσι προσδοκά να χαρακτηριστεί. Το περιεχόμενο, στην προκειμένη περίπτωση, επίσης δεν είναι αρκετό. Θέλω να πω πως σε μια εποχή που η μυθοπλασία έχει εξερευνήσει πλείστες γωνιές της ύπαρξης, δύσκολα μια προσωπική ιστορία μπορεί να φέρει κάτι το ρηξικέλευθα πρωτότυπο και καινούργιο, ικανό να κεντρίσει και να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν είναι, λοιπόν, η ιστορία της Λωράνς, ασχέτως αν είναι ή όχι πιστή στα πραγματολογικά της συστατικά, από μόνη της συνθήκη ικανή ώστε να καταστήσει αξιανάγνωστο το μυθιστόρημα αυτό. Τότε, τι είναι αυτό που καθιστά ωραίο το Κορίτσι;

Η απόσταση από την οποία επιχειρεί την αναδρομή η συγγραφέας. Αυτή είναι που της επιτρέπει να τοποθετήσει τον εαυτό της και την ιστορία της εντός ενός ευρύτερου πλαισίου, εκεί είναι που ο αναγνώστης αντικρίζει ένα πρόσφορο κοινό παρελθόν, πάντοτε ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες και τα δικά του ενδιαφέροντα. Μέσα από μια ατομική εξιστόρηση ξεπηδά η θέση της γυναίκας στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Η απόσταση, επίσης, διαχωρίζει τις συγγραφικές προθέσεις, αφήνοντας εκτός τον συναισθηματικό εκβιασμό, το βιβλίο αυτό δεν έχει ως στόχο την (αυτο)λύπηση, το κούνημα του κεφαλιού με κατανόηση, το χτύπημα στην πλάτη. Διαφαίνεται, όμως, η ανάγκη της συγγραφέως να στρέψει το βλέμμα πίσω στον χρόνο και μέσα στον εαυτό της, να παρατηρήσει το περίβλημα, τις εξωτερικές συνθήκες που αναπόφευκτα καθόρισαν και σχημάτισαν αυτό που σήμερα νιώθει/πιστεύει/ελπίζει/φοβάται πως είναι.

Μια απόπειρα κατανόησης και διάκρισης του αυτοπροσδιορισμού και του απέξω αντίστοιχου. Τι απ' όλα επέλεξε η ίδια και τι της φορέθηκε. Αυτό είναι το Κορίτσι. Πιθανολογώ πως σε μια σκληρά ατομική εποχή όπως η σημερινή ίσως να μη βρεθούν αρκετοί αναγνώστες με υπομονή και διάθεση να αφήσουν αρχικά τον εαυτό τους έξω από το βιβλίο, για να τον ξαναβρούν ίσως αργότερα, να μη σκεφτούν πως και εκείνοι, ή η μητέρα τους μάλλον, θα μπορούσαν να γράψουν τη δική τους ιστορία, πως αυτό το μυθιστόρημα δεν τους ενδιαφέρει εξαιτίας του αυτοβιογραφικού του χαρακτήρα, αναγνώστες που θα βιαστούν να το εντάξουν σε μια τρέχουσα λογοτεχνική μόδα, της οποίας αρκετοί με λαχτάρα θα ήθελαν να αποτελέσουν μέρος.

Είναι μια γνώριμη αντιδραστική φωνή που ακούγεται καθάρια παρότι από το βάθος: τα είπατε αυτά ξανά και ξανά, μας έχετε ζαλίσει με τον φεμινισμό, τη ζωή σας και όλα αυτά. Ακριβώς αυτή η αντιδραστική φωνή είναι που δικαιώνει την ανάγκη για βιβλία όπως αυτό. Προσοχή, δεν λέω πως δεν υπάρχουν ευκαιριακές γραφές, απόπειρες επιβίβασης σε ένα όχημα που διασχίζει με προτεραιότητα την τρέχουσα εκδοτική πραγματικότητα. Υπάρχουν και βαραίνουν το σώμα μιας λογοτεχνίας που για χρόνια βρέθηκε στο περιθώριο της λευκής αντρικής λογοτεχνίας, εκείνης που κατασκεύαζε και έφερνε στα μέτρα της τον κόσμο. Ταυτόχρονα, όμως, λειτουργούν και συγκριτικά, και στη σύγκριση αυτή βιβλία όπως το Κορίτσι αναδεικνύονται, δεν μπορούμε όλοι να γράψουμε με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο γιατί η ζωή μας είναι πιο βαρετή και εύκολη, ενδεχομένως οπλισμένη με διάφορα προνόμια, αλλά γιατί δεν διαθέτουμε τη ματιά και την ικανότητα μεταφοράς της στο χαρτί.

Βιβλία όπως αυτό της Λωράνς δεν στοχεύουν να αναταράξουν το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, λειτουργούν στο μεταίχμιο κοινωνίας και λογοτεχνίας, αναδεικνύουν και επισημαίνουν τον πάντοτε επίκαιρο χαρακτήρα τους, προσφέρουν χώρο επιβίβασης σε όποιο αναγνώστη το έχει ανάγκη, αμφισβητούν ευθέως το καλώς καμωμένο του πράγματος, η συντήρηση και το μάκρος του δρόμους που απομένει αναδύονται. Αναφέρθηκα προηγουμένως στην έλλειψη του στοιχείου της λύπησης, έλλειψη καθοριστική, όπως επίσης και η αντίθετή της, η αυτοηρωοποίηση, το τεράστιο εγώ της γαματοσύνης, το πόσο σπουδαία στάθηκα απέναντι σε όλο αυτό τον ζόφο, την άρνηση της όποιας υποψίας ατομικής ευθύνης. Άλλωστε, ένα, για κάποιους μεγάλο, ποσοστό των γυναικών αποδεικνύονται σε κάθε ευκαιρία οι πλέον φανατικές αντιφεμινίστριες, ο ύπουλος εσωτερικός εχθρός. 

Το Κορίτσι, ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί πως είναι λογοτεχνία, και μάλιστα καλή, και όχι ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας, αυτά και αν έχουν κατακλύσει την αγορά του βιβλίου, λογοτεχνία σίγουρα πολιτική αλλά όχι ευνουχισμένη και αποκομμένη από τη ζωή υπό το βάρος και τις παρωπίδες του στρατευμένου λόγου. Ο αφηγηματικός τρόπος της Λωράνς είναι αναγνωστικά καθοριστικός, το περιεχόμενο της προσωπικής της ιστορίας αναγνωστικά ενδιαφέρον, αλλά είναι εκείνος ο χώρος που αφήνει για τον αναγνώστη ανάμεσα στα επεισόδια της δικής της ζωής εκείνος που καθιστά λειτουργικό και πολυεπίπεδο το τελικό αποτέλεσμα, που ξεχωρίζει το βιβλίο από τον σωρό και προσφέρει μια δυνατή ανάγνωση.

Μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Καθώς ψυχορραγώ - William Faulkner

Τα έφερε έτσι η αναγνωστική συγκυρία που διάβασα το Καθώς ψυχορραγώ αμέσως μετά το Τέκνο του Θεού του Κόρμακ ΜακΚάρθυ. Το πρόσφατο μονοπάτι καθορίζει, αναπόφευκτα, τα επόμενα βήματα, περιγράφει με επαρκή ακρίβεια τις χωροχρονικές συντεταγμένες, διαμορφώνει συνθήκες και τάσεις, υποθάλπει προσδοκίες. Σίγουρα είχε ενδιαφέρον η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο ο Φόκνερ επηρέασε –πώς όχι– έναν συγγραφέα που επέλεξε την κατάδυση στην ανθρώπινη άβυσσο, με διάθεση για παρατήρηση και όχι άμεση εμπλοκή. Ήταν ωστόσο ένα δίδυμο βιβλίων που επέβαλλαν τη ζοφερή πραγματικότητα, ήταν τέτοια η αποπνικτική ατμόσφαιρα στο Τέκνο του Θεού, χωρίς μήτε μια χαραμάδα φωτός ή ελπίδας, που έδωσε όντως ένα χαρακτήρα εκδρομής στην ταφική πομπή των φοκνερικών προσώπων προς το Τζέφερσον, εκεί που η νεκρή μητέρα επιθυμούσε να ταφεί.

Για βιβλία, όπως το Καθώς ψυχορραγώ, που εδώ και χρόνια έχουν τοποθετηθεί σε θέση περίοπτη στον υπό διαρκή διαμόρφωση χώρο λατρείας της λογοτεχνίας, αλλά και συγγραφείς, όπως ο Φόκνερ, ενοίκους στο πάνθεον των πλέον σπουδαίων, έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά. Τι απομένει άραγε να λεχθεί; Όσο τα έργα και οι δημιουργοί απομακρύνονται από το σήμερα, τόσο πληθαίνουν οι σχετικές μελέτες, στις οποίες με ευκολία έχει κανείς πρόσβαση και στις οποίες, ενθουσιασμένος αλλά και γεμάτος δέος, προσφεύγει ο αναγνώστης για να γυρέψει απαντήσεις σε όσα, με τη δική του σκευή αλλά κυρίως με το δικό του ένστικτο, υποψιάζεται. Μια πιο συγκεκριμένη και αιτιολογημένη απάντηση στο γιατί βιβλία όπως αυτό θεωρούνται αριστουργήματα και γιατί συγγραφείς όπως ο Φόκνερ κατέχουν θέση χοντρού κόμπου στο υφαντό της λογοτεχνικής παράδοσης.

Καταφεύγοντας στα παραφερνάλια του Καθώς ψυχορραγώ ελοχεύει ο κίνδυνος ο αναγνώστης να υιοθετήσει, εκούσια ή ακούσια, τις φωνές αυτές, να τις παπαγαλίσει ακόμα και αν αδυνατεί να τις επεξεργαστεί, φωνές για τις οποίες το φιλολογικό υπόβαθρο δεν αρκεί, αλλά χρειάζεται ταλέντο και έμπνευση σχεδόν –αν είναι ποτέ δυνατόν– ισάξια του κρινόμενου έργου. Η καταξίωση και η αντοχή στον χρόνο, βιβλίων και συγγραφέων, λειτουργεί καθησυχαστικά στον σημερινό αναγνώστη, ερασιτέχνη ή επαγγελματία, η ετυμηγορία έχει τελεσίδικο χαρακτήρα, δεν χρειάζεται να ρισκάρει. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον, όπως εγώ το βλέπω, η αναζήτηση σύγχρονων της κυκλοφορίας κριτικών και παρουσιάσεων. Εκεί ίσως διακρίνει την αμηχανία και την ανημπόρια της κατανόησης του υπό κρίση μεγέθους, αλλά και την διορατική οξυδέρκεια μιας συνήθως ισχνής μειοψηφίας. Δεν αποτελεί άλλωστε καμιά πρωτότυπη θέση πως αρκετά από εκείνα τα έργα που πια θεωρούνται αριστουργήματα καθοριστικής σημασίας δεν βρήκαν σε πρώτο χρόνο την αποδοχή και τον θαυμασμό.

Με τέτοια αρχετυπικά βιβλία συμβαίνει επίσης το εξής: είναι τόσα αυτά που διαβάζει κανείς κατά καιρούς που είναι πιθανό να παραπλανήσουν την, ούτως ή άλλως, αδύναμη μνήμη, να οδηγήσουν στην αμφιβολία σχετικά με την ανάγνωση ή όχι του ίδιου του βιβλίου κατά το παρελθόν. Ας μην το ανάγω σε γενίκευση, σε μένα αυτό συμβαίνει. Αν όντως διάβασα το βιβλίο αυτό, τότε αυτό συνέβη ένα πέμπτο του αιώνα πίσω. Ίσως όμως και να μην χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας και αμφιβολίας η ανάγνωση ή μη του Καθώς ψυχορραγώ. Ακόμα και αν το διάβασα, δεν ήμουν έτοιμος. Βέβαια, δεν απέχει πολύ ένα αναπόδεικτο αξίωμα που ισχυρίζεται πως, για την πλειοψηφία των αναγνωστών, ποτέ δεν θα υπάρξει αυτό το επίπεδο ετοιμότητας. Γι' αυτό η αναγνωστική επιστροφή κρίνεται σημαντική και αναγκαία, καθώς επαναπροσδιορίζει τους όρους μιας απόλαυσης συνυφασμένης με την επάρκεια. Σ' έναν πεπερασμένο κόσμο, μια αστείρευτη πηγή είναι μια ανακούφιση.

Έγραψα κιόλας πολλά χωρίς να αναφερθώ στο βιβλίο παρά μόνο περιφερειακά.  Και τι να πεις που δεν έχει ήδη ειπωθεί, επαρκέστερα και ακριβέστερα, να μιλήσεις, για παράδειγμα, για την αφηγηματική τεχνική της πολυφωνίας, τον τρόπο με τον οποίο ο Φόκνερ καθιστά αριστούργημα ένα απλό υλικό που θα ήταν, σε άλλα χέρια, ένα ακόμα λαϊκό μυθιστόρημα, τέκνο του ρεαλισμού ή/και του νατουραλισμού, στην καλύτερη περίπτωση, παραλογοτεχνία στη χειρότερη. Και ακόμα παραπέρα, το αφηγηματικό αυτό εύρημα, έστω και αν αρχικά απαιτεί την τριβή και την προσοχή του αναγνώστη, δεν λειτουργεί ως ανάχωμα, αλλά ως ευρύχωρο όχημα, που απορροφά του όποιους κραδασμούς και τοποθετεί τον αναγνώστη εν μέσω του σκηνικού δράσης, σαν κάποιος που έφτασε καθυστερημένα σε μια συνάντηση και σιγά σιγά καλύπτει τα κενά, διακρίνει τα πρόσωπα, μπαίνει στην ιστορία αυτή ακούγοντας την κάθε ξεχωριστή οπτική γωνία, υποκειμενική εκ φύσεως και θέσης, και νιώθει ταυτόχρονα το προνόμιο αλλά και τη δυσκολία της παρουσίας του εκεί, σε εκείνον το περασμένο χωροχρόνο που όμως, διάολε, τόσα κοινά έχει με το βίωμα τού αναγνώστη, όπως για παράδειγμα η δυσχερής θέση της γυναίκας, η θεώρησή της ως αναπαραγωγικό δοχείο, τη στιγμή που η συντηρητικότητα στο θέμα των αμβλώσεων επανακάμπτει πανηγυρικά.

Εκείνο ίσως που περισσότερο απ' όλα μου έκανε εντύπωση, ανάμεσα σε πλήθος άλλων όπως μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει, είναι η συναισθηματική ανομβρία (ακόμα και) στις μύχιες σκέψεις των προσώπων. Ακόμα δεν έχω απάντηση στο γιατί ο πατέρας, κυρίως αυτός και δευτερευόντως τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, αποφάσισαν, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, να φέρουν εις πέρας της επιθυμία της νεκρής να ταφεί στον τόπο της, υπόσχεση που μάλιστα δόθηκε χρόνια πριν βρεθεί στο νεκροκρέβατο εποπτεύοντας την κατασκευή της κάσας που προοριζόταν να υποδεχτεί το άψυχο κορμί της. Όσο και αν σκέφτομαι την κοινή γνώμη, την ανάγκη να φαίνεται πως κάνουμε το σωστό και πρέπον, όσο και αν ανακαλώ τις βαθύτερες επιθυμίες καθενός από τα μέλη της νεκροπομπής ή ακόμα και δίνοντας μια διάσταση μεταφυσική, έναν θεϊκής σύστασης φόβο, αδυνατώ να εντοπίσω το συναίσθημα, τη θλίψη και την οδύνη της απώλειας, το συναίσθημα εκείνο που θα όπλιζε με επιμονή και υπομονή τους εναπομείναντες εν ζωή.

Το κωμικό στοιχείο του μυθιστορήματος, που αυτοδύναμα δεν είναι καθόλου κωμικό, αλλά στον συσχετισμό των δυνάμεων δοκιμάζει τις αντοχές του αναγνώστη, αλλά και των προσώπων της ιστορίας, αυτό το χιούμορ είναι όταν παρ' όλ' αυτά γελάς, γεμάτο από άμεσο δάγκωμα των χειλιών και ενοχή, την ώρα που τα όρνεα πυκνώνουν κάνοντας γύρους πάνω από την άμαξα. Για παράδειγμα, δεν ξέρω πόσο αστείο μπορεί σε κάποιον να φανεί το γεγονός πως ο πατέρας μαζεύει από χρόνια λεφτά ώστε να βάλει μασέλα και έτσι να μπορέσει να απολαύσει την τροφή εκείνη την κατάλληλη για άντρες. Ο Φόκνερ δεν σκοπεύει επ' ουδενί να κρίνει ή να δικαιολογήσει, ακόμα μία διάσταση που επιβεβαιώνει την οξυδέρκεια στην επιλογή της αφηγηματικής τεχνικής, αδιαφορώντας να πάρει προφανή θέση καθιστώντας εαυτόν κύριο των πάντων. Είναι ο αναγνώστης εκείνος που έχει την ανάγκη να ταυτιστεί ή να εξοβελίσει κάποια από τα πρόσωπα, να αναζητήσει το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος, το ηθικό και το ανήθικο και όχι πρόθεση του συγγραφέα. Και αυτό, μεταξύ άλλων, επιτρέπει στο σκηνικό να κυριαρχήσει, η φύση και τα ανθρώπινα παράγωγα (κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά) επισημαίνουν την ασημαντότητα του ατόμου, έτσι όπως ορίζουν τη ζωή και την πραγματικότητά του, προσθέτοντας απαραίτητα και το θρησκευτικό κομμάτι, μια ταυτόχρονη πηγή φόβου και ελπίδας.

Για το τέλος άφησα τα σχετικά με την ανάγκη για μια καινούρια έκδοση, σε νέα, δια χειρός Παναγιώτη Κεχαγιά, μετάφραση, τη στιγμή που ήδη, εδώ και χρόνια, κυκλοφορεί η εκδοχή κατά Μένη Κουμανταρέα. Στο κομμάτι της μετάφρασης δεν θα εισέλθω λόγω άγνοιας, ακούω διάφορες απόψεις, υπέρ και κατά, με κάποιες, όπως η ανάγκη για γλωσσική επαναπροσέγγιση, να με βρίσκουν διαισθητικά και μόνο σύμφωνο. Ας μην ξεχνάμε πως η μετάφραση είναι μια ολόκληρη επιστήμη, πριν βιαστούμε να κρίνουμε για μια λέξη μια ολόκληρη σκληρή προσπάθεια, χωρίς να διαθέτουμε καν τα απαραίτητα τεχνικά εφόδια. Εκείνο που κρίνω ως το πλέον σημαντικό είναι η επαναφορά, μέσω των εκδόσεων Gutenberg, ενός συγγραφέα όπως ο Φόκνερ στην επικαιρότητα, ως μια απάντηση στην ανάγκη για ανανέωση του αναγνωστικού κοινού, αλλά και ως μια ανοιχτή πρόσκληση εκ νέου επίσκεψης.

Όσο διάβαζα το βιβλίο αυτό, τόσο το μυαλό μου επανερχόταν όλο και συχνότερα σε ένα άλλο αριστούργημα, το Πέδρο Πάραμο, γραμμένο είκοσι χρόνια αργότερα, όχι ως εμφανή διακειμενικότητα, αλλά περισσότερο ως ένα ακόμα σημαντικό οστό της λογοτεχνικής ραχοκοκαλιάς που διασχίζει από βορρά προς νότο την αμερικανική ήπειρο.

υγ. Για το μακαρθικό Τέκνο του Θεού περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Πέδρο Πάραμο εδώ.

Μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς
Εκδόσεις Gutenberg